- προσυπερβάλλειν
- πρόσ-ὑπερβάλλωthrow overpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσυπερβάλλω — Α 1. ξεπερνώ κάποιον σε κάτι επί πλέον, υπερτερώ σε κάτι ακόμα («προσυπερβάλλειν τινας ὠμότητι», Φίλ.) 2. παραβαίνω κάτι ακόμη («προσυπερβάλλειν τοὺς ἐπιεικείας ὅρούς», Φίλ.) 3. (απολ.) υπερβαίνω, προχωρώ πέρα από το δίκαιο ή το αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek